σχηματοποιώ

σχηματοποιώ
σχηματοποιῶ, -έω, ΝΜΑ
δίνω τη σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, παριστάνω κάτι με σχήματα
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχηματική μορφή
2. παριστάνω ένα αντικείμενο σχηματικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς να επιμένω στην απόδοση λεπτομερειών
αρχ.
1. δίνω σχήμα ή μορφή σε κάτι, σχηματίζω
2. (μέσ. και παθ.) σχηματοποιοῡμαι, -έομαι
α) παριστάνω κάτι κάνοντας χειρονομίες, κάνω παντομίμα
β) παίρνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια ορισμένη στάση, θέση
γ) (ρητ.) έχω ιδιαίτερο, ατομικό ύφος έκφρασης
3. φρ. «σχηματοποιοῡσα γραμμή» — γραμμή η οποία παριστάνει κάτι σχηματικά (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + -ποιῶ (< -ποιός*), πρβλ. συστηματο-ποιώ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχηματοποιώ — σχηματοποιώ, σχηματοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχηματοποιώ — σχηματοποίησα, σχηματοποιήθηκα, σχηματοποιημένος, παρασταίνω με σχήμα: Στις μυκηναϊκές τοιχογραφίες τα λουλούδια χάνουν τη φυσική τους υπόσταση και γίνονται στεγνά διακοσμητικά σχέδια, δηλαδή σχηματοποιούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχηματοποίηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού σχηματοποιώ, η σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, σχεδίαση 2. απόδοση σε γενικές γραμμές 3. μτφ. α) περιγραφή χωρίς λεπτομέρειες β) περιγραφή φαινομένου με ένταξή του σε μοντέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχηματοποιώ. Η λ., στον… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • εναπομάσσω — ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω) μσν. μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαι αρχ. 1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.) 2. απεικονίζω,… …   Dictionary of Greek

  • σχηματοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σχηματοποιῶ] μσν. σχηματική απεικόνιση αντικειμένου αρχ. 1. (για αστερισμούς) σύμπλεγμα αστέρων 2. (για συγγράμματα) επιτήδευση 3. οι κινήσεις ενός παντομίμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”